Μπάρι

Μπάρι
(Bari). Πόλη (312.452 κάτ.) της νότιας Ιταλίας, στην Αδριατική, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.129 τ. χλμ., 1.541.314 κάτ.) και της Απουλίας, το δεύτερο σε σημασία λιμάνι του ιταλικού Νότου μετά τη Νάπολη και το τέταρτο της Αδριατικής. Ακμαίο κέντρο από τους προρωμαϊκούς ακόμα χρόνους, έγινε από τον 9o αι. σημαντική πολιτική και στρατιωτική βάση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έπαιξε στη συνέχεια πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία της νότιας Ιταλίας, για να καταλήξει στις αρχές του 19ου αι. μια πολίχνη περιορισμένη στη μικρή χερσόνησο της Σάντα Σκολάστικα, που χωρίζει σήμερα το παλιό λιμάνι, έργο των Αραγονέζων από το νέο. Πριν από τους Αραγονέζους, ο Φρειδερίκος B’ είχε χτίσει το φρούριο. Ο αρχαίος πυρήνας της πόλης, βυζαντινής προέλευσης, διατηρεί όλη σχεδόν τη μεσαιωνική όψη του και τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης: το σουηβικό κάστρο του 12ου αι., τη μεγαλοπρεπή βασιλική του Αγίου Νικολάου, χτισμένη μεταξύ 1089 και 1197, και τον ρομανικό καθεδρικό ναό του δεύτερου μισού του 12ου αι. Στη νέα πόλη, που χτίστηκε μετά το 1813, με κανονικό πολεοδομικό σχέδιο, με φαρδείς δρόμους και μεγάλες πλατείες, βρίσκεται το πλούσιο αρχαιολογικό μουσείο, κυρίως με ευρήματα της Απουλίας, η πινακοθήκη και η πανεπιστημιούπολη. Το Μ. είναι αξιόλογο λιμενικό κέντρο με άρτια εξοπλισμένο λιμάνι που εξυπηρετεί το εμπόριο με τις βαλκανικές χώρες και τη Μέση Ανατολή. Είναι επίσης αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο, με διυλιστήρια πετρελαίου, εργοστάσια χημικών προϊόντων, σιδηρουργικά και μηχανικά συγκροτήματα. Στο Μ. γίνεται κάθε χρόνο η Διεθνής Έκθεση της Ανατολής, από τις σημαντικότερες του είδους της στην Ευρώπη. Η εκκλησία του Αγίου Νικόλαου στο Μπάρι της Ιταλίας, χτισμένη μεταξύ 1089-1197.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπάρι, Τζέιμς Μάθιου — (Sir James Matthew Barrie, Κίριμιουιρ, Άνγκους 1860 – Λονδίνο 1937). Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1885 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, αφού πρώτα σπούδασε στο Εδιμβούργο. Αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, αλλά αργότερα, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Λέβινσον, Μπάρι — (Barry Levinson, Βαλτιμόρη 1942 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας ιστοριών κόμικς και ηθοποιός,… …   Dictionary of Greek

  • Ντι Μπαρί, Ζαν Μπεκί — (Jeanne Becu Du Barry, 1743 – 1793). Ευνοούμενη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου IE’. Κόρη της Αν Μπεκί και κάποιου μοναχού, εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στο Παρίσι, όπου έζησε με διάφορα ονόματα και έγινε ερωμένη του κόμη Ιωάννη ντι Μπαρί. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Μπαρί, Χάινριχ Άντον — (Heinrich AntonDe Bary, Φρανκφούρτη 1831 – Στρασβούργο 1888). Γερμανός γιατρός και βοτανολόγος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια Τίμπιγκεν, Φράιμπουργκ, Χάλε και Στρασβούργου και πρύτανης στο τελευταίο από το 1872 έως τον θάνατό του, διηύθυνε σπουδαίες …   Dictionary of Greek

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλταμούρα — Πόλη (57.874 κάτ.) της επαρχίας Μπάρι της Ιταλίας. Βρίσκεται κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τη Σπινάτσολα με την Τζόγια ντελ Κόε και τη Ματέρα με το Μπάρι. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει o καθεδρικός ναός που ιδρύθηκε από τον Φρειδερίκο …   Dictionary of Greek

  • Άντρια — (Andria). Πόλη (92.000 κάτ. το 2002) της επαρχίας Μπάρι της Ιταλίας. Στην περιοχή της καλλιεργούνται ελιές, μανταρίνια, πορτοκάλια και δημητριακά. Το όνομα της πόλης είναι ελληνικής προέλευσης. Άλλωστε, η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο στην εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”